Μικάο Ουσούι    

Η ιστορία ενός Μεγάλου Δασκάλου

& οι καταβολές του Ρέικι!

Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες μαρτυρίες που υπάρχουν για το σπουδαίο αυτό δάσκαλο και θεμελιωτή του Ρέικι, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στην ιστορία της ζωής του.

Ο Μικάο Ουσούι (Mikao Usui) γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1865 στο χωριό Τανιέ στη Γιαμαγκάτα, της Ιαπωνίας. Από πολύ μικρός εκπαιδεύτηκε στον Βουδισμό Τεντάι, που ήταν και η θρησκεία της οικογένειάς του. Στα νεανικά του χρόνια μελέτησε φιλοσοφία, ψυχολογία, θεολογία και ιατρική, επιστήμες τις οποίες και σπούδασε. Φημολογείται πως καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφού εκείνη την εποχή, μόνο οι πλούσιες οικογένειες είχαν αρκετά χρήματα ώστε να μπορούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Αργότερα, ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Αμερική, την Κίνα και την Ιαπωνία, όπου και εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό το γνωστικό του υπόβαθρο. Στην πορεία της ζωής του γνώρισε μεγάλες και σημαντικές προσωπικότητες. Μάλιστα, διετέλεσε γραμματέας του Σίπνεϊ Γκότο, ο οποίος ήταν επικεφαλής του υπουργείου Υγείας της Ιαπωνίας και μετέπειτα δήμαρχος του Κυότο. Παντρεύτηκε τη Σαντάκο Σουζούκι και απέκτησε μαζί της έναν γιο και μία κόρη, ενώ για αρκετά χρόνια διατηρούσε οικογενειακή επιχείρηση.

Η αναζήτηση της γνώσης

Το ενδιαφέρον του Ουσούι για τις μεθόδους θεραπείας του σώματος και της ψυχής ήταν πάντα πολύ μεγάλο. Μετά την καταστροφή της οικογενειακής επιχείρησης, το 1914, αποφάσισε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στον εσωτερισμό, και ταξίδεψε στη Βόρεια Ινδία όπου μελέτησε τις Ιερές Γραφές. Στην πορεία της αναζήτησής του ανακάλυψε πως και ο Βούδας είχε τη δύναμη να θεραπεύει. Έτσι, γύρισε στην Ιαπωνία προκειμένου να μελετήσει περαιτέρω τις βουδιστικές διδασκαλίες.

Επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια Ζεν, ώσπου σε ένα από αυτά, στο Κυότο, βρήκε έναν ηλικιωμένο ηγούμενο που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον στην αναζήτησή του και προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Έμεινε σε εκείνο το μοναστήρι αρκετό καιρό, προσπαθώντας να ανακαλύψει την τέχνη του «θεραπεύειν». Κάποια στιγμή, σε μία από τις πρωτότυπες βουδιστικές γραφές —η οποία είχε γραφτεί από έναν μαθητή του Βούδα— ανακάλυψε τα σύμβολα και την τεχνική βάσει των οποίων θεράπευε ο Βούδας. Ο Ουσούι είχε βρει επιτέλους αυτό που έψαχνε για χρόνια, όμως σύντομα συνειδητοποίησε πως δεν αρκούσε ώστε να μπορεί κανείς να θεραπεύει. Είχε βρει τον τρόπο, μα δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη δύναμη να θεραπεύει.

Η αποκάλυψη στο όρος Κουράμα

Ο ηγούμενος του μοναστηριού τότε, μίλησε στον Ουσούι για το όρος Κουράμα και του πρότεινε να αποσυρθεί για κάποιο διάστημα σε έναν ναό που βρισκόταν εκεί, προκειμένου να ασκητέψει. Ακολουθώντας τη συμβουλή του γέροντα, ο Ουσούι αποφάσισε να απομονωθεί στο βουνό Κουράμα για 21 μέρες κάνοντας νηστεία και διαλογισμό, με σκοπό να γνωρίσει και να βιώσει τις ύψιστες θεϊκές, θεραπευτικές ενέργειες. Οι μέρες περνούσαν και τίποτα ακόμη δεν είχε αποκαλυφθεί στον Ουσούι. Την τελευταία μέρα όμως, την 21η, κατά τη διάρκεια ενός διαλογισμού κι ενώ βρισκόταν σε μία κατάσταση υψηλής συνειδητότητας, ενώθηκε με το Θείο και είδε το Φως! Το φως που του παρουσιάστηκε ως εκ θαύματος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και τον «χτύπησε» στο κέντρο του μετώπου του. Εκείνη τη στιγμή είδε τα σύμβολα που είχε ανακαλύψει, να σχηματίζονται υπέρλαμπρα στον ουρανό. Τότε, η εσωτερική του Σοφία αναδύθηκε και είπε: «Ναι, θυμάμαι».

Στον γυρισμό από τον ναό, λέγεται πως χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού του και με το άγγιγμα των χεριών του το θεράπευσε. Έπειτα, κάνοντας στάση σε ένα πανδοχείο για να φάει, γιάτρεψε επίσης τον πονόδοντο της εγγονής του ιδιοκτήτη.

Οι πρώτες θεραπείες

Όταν ο Ουσούι επέστρεψε στο μοναστήρι, βρήκε τον ηγούμενο κατάκοιτο με αρθριτικούς πόνους. Τότε, τοποθέτησε τα χέρια του πάνω στο σώμα του ηγούμενου και οι πόνοι μετριάστηκαν. Ήταν σίγουρος πια ότι μπορούσε να θεραπεύει. Αφού έμεινε στο μοναστήρι για λίγες βδομάδες ακόμα, αποφάσισε να πάει στη συνοικία των φτωχών του Κυότο, με σκοπό να χρησιμοποιήσει τη δύναμη της θεραπείας για να τους βοηθήσει να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή. Οι συνθήκες διαβίωσης εκεί ήταν άθλιες κι έτσι έμεινε για αρκετά χρόνια στην περιοχή, θεραπεύοντας από τις αρρώστιες και τις κακουχίες τους ανήμπορους, ενώ παράλληλα βοηθούσε τους νέους και ικανούς να βρουν εργασία ώστε να βγάζουν έντιμα τα προς το ζην.

Μόλις ολοκλήρωσε τα έργο του, έφυγε ευχαριστημένος από τη συνοικία. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε όμως, διαπίστωσε πως οι άνθρωποι είχαν γυρίσει στις παλιές τους συνήθειες και ζητιάνευαν πάλι στον δρόμο. Απογοητευμένος, τους ρώτησε γιατί στράφηκαν ξανά σε αυτόν τον τρόπο ζωής κι εκείνοι του απάντησαν πως η εργασία ήταν πολύ κοπιαστική γι' αυτούς και ότι προτιμούσαν να ζητιανεύουν. Μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν επειδή τους είχε θεραπεύσει!